ἀκορέστων

ἀκορέστων
ἀκόρεστος
insatiate
masc/fem/neut gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλκίνια — Ονομασία των ακόρεστων υδρογονανθράκων της σειράς του ακετυλενίου. * * * τα Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v 2, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα …   Dictionary of Greek

  • αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… …   Dictionary of Greek

  • εξαδιένιο — το χημ. ονομασία τών ακόρεστων υδρογονανθράκων με διπλούς δεσμούς τών παραγώγων τού εξανίου …   Dictionary of Greek

  • κετένες — οι χημ. ομόλογη σειρά ακόρεστων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ketene < ket τού ketone «κετόνη» βλ. λ. + κατάλ. ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες] …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • οκτινοϊκός — ή, ό φρ. «οκτινοϊκό οξύ» συνοπτική ονομασία άκυκλων ακόρεστων οργανικών ενώσεων, με έναν τριπλό δεσμό μονοκαρβονικών οξέων, ισομερών μεταξύ τους, σημαντικότερη από τις οποίες είναι το επτολικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • πενταδιένιο — το χημ. συνοπτική ονομασία ακόρεστων υδρογονανθράκων ισομερών μεταξύ τους, που περιέχουν δύο διπλούς δεσμούς στα μόριά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentadiene < πεντα * + diene (< δύο, δι ς)] …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πινένιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία δύο ακόρεστων δικυκλικών οργανικών ενώσεων που εξάγονται από τη ρητίνη τών πεύκων και χρησιμοποιούνται ως διαλύτες προϊόντων κεριού, ως πρόσθετα λιπαντικών ελαίων και ως χημικά ενδιάμεσα κατά την παρασκευή ρητινών.… …   Dictionary of Greek

  • πολυένιο — το, Ν χημ. συν. στον πληθ. τα πολυένια συνοπτική ονομασία τών ακόρεστων υδρογονανθράκων, αλειφατικών ή αλεικυκλικών, που περιλαμβάνουν στα μόριά τους δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyene(s) < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”